- δυσόμματος
- δυσόμματος, -ον (Α)1. αυτός που βλέπει δύσκολα2. τυφλός, αόμματος3. νεκρός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δυσομμάτοις — δυσόμματος scarce seeing masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όμμα — το (ΑΜ ὄμμα, ατος, Α και ὄθμα, αιολ. τ. ὄππα) 1. το αισθητήριο όργανο τής όρασης, ο οφθαλμός, το μάτι («τυφλὸς τά τ ὦτα, τόν τε νοῡν τα τ ὄμματ εἶ...», Σοφ.) 2. μτφ. οπή, δακτύλιος νεοελλ. 1. βλέμμα, ματιά 2. φρ. α) «τυφλοίς όμμασι» με τυφλή… … Dictionary of Greek